συνεπηχώ

συνεπηχώ
-έω, Α
1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.)
2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι
3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ οὐρανὸς τά τε πέριξ οἰκοδομήματος φρικῶδές τι συνεπήχησαν μεγάλῃ φωνῇ», Δίων Κάσσ.)
4. παθ. συνεπηχοῡμαι, -έομαι
εκφωνούμαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπηχῶ «αντηχώ, αντιλαλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”